καθηγεσία

καθηγεσία
η
1. η ιδιότητα του καθηγητή, το αξίωμά του, το έργο του: Έθεσε υποψηφιότητα για πανεπιστημιακή καθηγεσία.
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος είναι καθηγητής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καθηγεσία — η 1. το αξίωμα, το έργο και η ιδιότητα τού καθηγητή 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι κάποιος καθηγητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθηγητής (αν και το β συνθετικό ηγεσία κανονικά < ηγέτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Φίλιππο Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • υφηγεσία — η το αξίωμα και τα καθήκοντα του υφηγητή (πρβλ. καθηγεσία): Διατριβή για υφηγεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”